- ἀδικεῖται
- ἀδικεῖταιἀδικέωto be: pres ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἀδικεῖται — ἀδικέω to be pres ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
обидѣтисѧ — ОБИ|ДѢТИСѦ (3*), ЖОУСѦ, ДИТЬСѦ гл. Страд. к обидѣти в 1 знач.: почто хѹлю злато. а събирающаго оставль. обидитьсѧ и то само съвѧзаѥмо ѿ нихъ. (ἀδικεῖται) СбТр XII/XIII, 12 об.; мнихъ. да не стѧжеть что имьже обидѣнъ можеть быти. аще ли стѧжить… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εκδικώ — και γδικώ και ξεδικώ (AM ἐκδικῶ, έω) μέσ. εκδικούμαι και εκδικιέμαι και γδικιέμαι (AM ἐκδικοῡμαι, έομαι) 1. παίρνω εκδίκηση για κάτι, τιμωρώ για αδικία ή προσβολή που μού έγινε 2. παίρνω εκδίκηση για αδικία που έγινε σε άλλον 3. βοηθώ κάποιον που … Dictionary of Greek
ευαδίκητος — εὐαδίκητος, ον (Α) 1. αυτός που αδικείται εύκολα 2. ιατρ. αυτός που παθαίνει βλάβες εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αδικώ] … Dictionary of Greek
βιβλιοδεσία — η η συρραφή και η ένωση των τευχών ή των φύλλων σε βιβλίο και η κάλυψή τους με προστατευτικό κάλυμμα, το στάχωμα ή κότσωμα: Το βιβλίο αδικείται από την άσχημη βιβλιοδεσία του, παρά το καταπληκτικό περιεχόμενό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδικεῖτ' — ἀ̱δικεῖτο , ἀδικέω to be imperf ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀδικεῖτο , ἀδικέω to be pres opt mp 3rd sg (epic ionic) ἀ̱δικεῖτε , ἀδικέω to be imperf ind act 2nd pl (attic epic doric aeolic) ἀδικεῖτε , ἀδικέω to be pres imperat act 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)